Sunday, December 23, 2012

Story...2 (Cadbury) (18-01-2011)


Με αυτά τα καταραμένα τα σοκολατάκια της Cadbury άμα ξεκινήσεις δεν έχεις τελειωμό. Εξόν και άμα τελειώσει το κουτί. Σηκώθηκα να γεμίσω ένα ποτήρι νερό γιατί λιγώθηκα μέχρι να φάω και το τελευταίο από το κουτί. Κόντευε και μία το μεσημέρι και η ζέστη βαρούσε κατακούτελα. Ο ήχος της φωνής της σπιτονοικοκυράς να μιλάει για τον καύσωνα ακόμα βουίζει στα αυτιά μου:

-‘Θα κάνει καύσωνα αύριο. Το είπε και ο Σάκης στο ΕΡΤ τρία. Βλέπεις τον Σάκη;’ Είπε και ταυτόχρονα σούφρωνε τα πενηντάευρα που της είχα δώσει πριν από λίγο για το νοίκι. Την πρώτη φορά που την είδα να τα παίρνει και να τα βάζει με ευλάβεια πόρνης πολυτελείας ανάμεσα στα στήθια της, είχα σοκαριστεί. Αλλά πλέον δεν μου έκανε εντύπωση.

-‘Όχι δεν τον βλέπω. Συνήθως έχω μάθημα εκείνη την ώρα’. Πίστευα πως έτσι θα την γλίτωνα, αλλά έκανα μεγάλο λάθος…

 -‘Μα καλά, έχετε μαθήματα τέτοια ώρα;’  Με είχε στο χέρι. Δεν είχα ιδέα τι ώρα έβγαινε αυτός ο Σάκης. Και καθώς προσπαθούσα να σκεφτώ κάποιον τρόπο να τα μπαλώσω, κοιτούσα δεξιά και αριστερά, σαν να περίμενα κάτι μαγικό να συμβεί.

-‘Όχι πάντα. Μόνο κάποια έκτακτα!’

-‘Αχα…’ Δεν ήμουνα σίγουρος άμα αυτό που άκουσα βγήκε από το ρυτιδιασμένο ντεκολτέ της που όλο και περισσότερο μου αποκαλυπτόταν ή από την εξαιρετικά τοποθετημένη της οδοντοστοιχία… Άρχισε λοιπόν να μου κάνει αναπαράσταση το δελτίο καιρού της ΕΡΤ τρία. Έκανε μάλιστα και όλες τις απαραίτητες κινήσεις, οι οποίες ανάγκαζαν την ρόμπα όλο και περισσότερο να ανοίγει, και να μου αποκαλύπτει τις αρνητικές συνέπειες όλων εκείνων των φυσικών φαινομένων που μαθαίναμε στο σχολείο, όπως η βαρύτητα ή ο χρόνος.  

Το μαρτύριο σύντομα έλαβε τέλος και βάλθηκα να χειροκροτώ και να σφυρίζω, λες και είδα τον Νταλάρα να απαγγέλει Ρίτσο με τον Τζίμη Πανούση. Η γριά έλαμψε από χαρά και όπως έκανε να φύγει έγινε κάτι που μου προκάλεσε ένα ατελείωτο ρίγος από την κορφή ως τα νύχια. ΜΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΜΑΤΙ! Και είναι ακόμα πιο σοκαριστικό άμα αναλογιστείς ότι η γριά έχει την δυνατότητα να ανοίγει ή να κλίνει τα μάτια της από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο!

Ακόμα και τώρα, μία μέρα μετά το νιώθω. Προσπάθησα να ξεπεράσω αυτήν μου την τρομάρα με το ποτήρι του νερού που γέμιζα για τρίτη φορά μέσα σε 10 λεπτά. Η ζέστη ήταν αφόρητη και είχα απομένει μονάχα με το σώβρακο αλλά και πάλι έσταζα ιδρώτα από παντού. Πριν καλά-καλά τελειώσω το ποτήρι χτύπησε το κουδούνι. Πήγα είδα από το ματάκι και ήταν η γριά! Έτρεξα να ρίξω κάτι γρήγορα πάνω μου γιατί αν με έβλεπε έτσι την είχα βάψει. Άνοιξα την πόρτα και ξεκίνησε κατευθείαν να μου κλαίγεται:

-‘Στρατή, θέλω λίγη βοήθεια. Χάλασε ο υπολογιστής μου! Μπορείς λίγο να έρθεις να τον δεις;’
ΘΑ ΜΕ ΒΙΑΣΕΙ. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό. Πόσο φτηνή δικαιολογία; Ποιος υπολογιστής; Τι τον θέλει; Να παίζει πασιέντσα; Ή μήπως pro evolution;
   
-‘Εεεεε, να ξέρεται, εχ-‘

-‘Σε παρακαλώ! Εσένα δεν θα σου πάρει ούτε 10 λεπτά!’ ΠΟΣΟ;;; 10 ΛΕΠΤΑ; Αυτό ήταν… Μαμά να ξέρεις ότι σε αγαπώ πολύ. Και να δώσεις στον αδερφό εκείνη την ζακέτα που του αρέσει… Αυτή θα με ξεκάνει. Θα με ξεζουμίσει!

-‘Άααντε πάάάμε να το δούμε…’ είπα με τρεμάμενη φωνή.

-‘Έλα, πέρνα μπροστά…’ Το σκατό είχε φτάσει στην κάλτσα. Θυμήθηκα κατευθείαν την Μόνικα Μπελούτσι στο ‘Μη αναστρέψιμο’. Έτσι θα πάω και εγώ!

Μόλις μπήκαμε στο σπίτι της με οδήγησε σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο, πού είχε εκείνες τις βελουτέ κουρτίνες κλειστές και κάτι φώτα θαρρείς από φωτογραφείο κλεμμένα, για δίνουν φως. Ακριβώς δίπλα στο θρανιάκι του υπολογιστή ήταν το κρεβάτι της γριάς άψογα στρωμένο.  Ήταν ακριβώς σαν τα σκηνικό από παλιές ταινίες ακατάλληλου περιεχομένου! Φοβήθηκα μη γίνει όπως στις γερμανικές τσόντες της δεκαετίας του ογδόντα, που ο γαμιάς ήτανε πάντοτε κάποιος τεχνίτης ή κάνας φωτογράφος.

Το πρόβλημα ήταν αρκετά εύκολο, αλλά όντως η γριά δεν είχε ιδέα από υπολογιστές. Μονάχα που της είχε κάνει ο γιός μία ιστοσελίδα απ’ όπου πωλούσε μαρμελάδες. Άκυρος ο συναγερμός...

-‘Σε ευχαριστώ πολύ Στρατή μου.’ Και ήρθε και με πήρε αγκαλιά και μου έριξε και ένα σβουριχτό φιλί. Στο μάγουλο. Εκεί, λίγο τα χρειάστηκα, αλλά τέλος καλό όλα καλά.

Γύρισα στο δωμάτιο και άνοιξα κατευθείαν μια μπύρα… Άραξα στον καναπέ προσπαθώντας να αναπληρώσω τα χαμένα μου χρόνια από την τρομάρα. Κάτι πρέπει να κάνω με αυτήν την ζέστη, προτού τρελαθώ… 

Story...1 (23-11-2010)


Αφού τράβηξε την πόρτα πίσω του, κάθισε στην πλαστική καρέκλα που συνοδευόταν από το φτηνιάρικο ξύλινο έπιπλο του ΙΚΕΑ. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και αφού βρήκε ένα πεταμένο πακέτο με τσιγάρα το άνοιξε και πήρε ένα από μέσα. Είχε να καπνίσει τρία χρόνια αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη το άναψε. Λίγο ο καιρός, που ήταν εξαιρετικός για αυτήν την εποχή, λίγο και η γεύση που άφηνε η γόπα του από τα φτηνιάρικα τσιγάρα της πρώην (πλέον) αρραβωνιαστικιάς, του ανέβασαν προσωρινά την διάθεση. Άνοιξε το ντουλάπι και άρπαξε με το τρεμάμενο από τα νεύρα χέρι, το δισκάκι που άκουγε σαν τρελός από όταν ήτανε πιτσιρικάς μέχρι την στιγμή που το ‘απαγόρευσε’ η ξινή τύπισσα που μέχρι πριν λίγες ώρες έμενε εδώ, με την πρόφαση ότι ήταν ξεπερασμένο…

‘Πώς θα σου φαινότανε λοιπόν φιλαράκο αν απόψε το βράδυ βγαίναμε όλοι μαζί; Μια νυχτιάτικη βόλτα μέσ’ το κέντρο της πόλης στο ρυθμό που σκοτώνει όπως ξέρουν αυτοί;’  -Και δεν πάμε, απάντησε με σταθερή αλλά γεμάτη αμφιβολίες φωνή. Έσβησε το τσιγάρο που του είχε κάψει τα χίλια γιατί το ρουφούσε σαν δαιμονισμένος και μπήκε στο μπάνιο για να απαλλαχτεί από τη μυρωδιά της. –Την καριόλα… Αλλά δεν φταίει αυτή εγώ που την έκανα άνθρωπο… Μα όπου και να γύριζε το κεφάλι του, ότι και να έκανε είχε το δικό της, έντονο πάντα, χρώμα.

Στο βάθος άκουγε ακόμα την μουσική να παίζει και  όσο έψαχνε κάτι να βάλει, καθαρός πλέον, σιγοτραγουδούσε. Στην ντουλάπα είχε μείνει μόνο το άρωμα της απουσίας της, η ξύλινη επένδυση και τα δύο μοναδικά σακάκια που είχε στην κατοχή του. Πήρε το ένα το φόρεσε και πήγε πάλι στο δωμάτιο. ‘Δώσ' μου το παυσίπονό μου τώρα, γιατρέ μου το μωρό μου έχει φύγει, έχει φύγει δεν ξέρω τι να κάνω, πες μου τι πρέπει πε…’ , -χέσε μας ρε Σαλβαδόρ, βαλτός είσαι; είπε αφού έβγαλε από την πρίζα το στερεοφωνικό. Βρόντηξε την πόρτα και έφυγε για την πόλη.

Καθώς περπατούσε και σκεπτόταν, ενώ δεν θα έπρεπε καθ’ όσο λένε, διέκρινε με την άκρη του ματιού του τον πιο αντιπαθητικό άνθρωπο στον κόσμο. –Την τύχη μου μέσα απογευματιάτικα… σιγοψιθύρισε και έστριψε στο στενάκι. Αλλά μάταιος κόπος.
-Τι γίνεται Γιώργη;
-Καλά.
-Τι κάνεις;
-Περπατάω…
-Α! Δεν μου λες, τι θα γίνει με εκείνο το πενηντάρι που λέγαμε να μου δανείσεις;
-Έχεις τσιγάρο;
-Καπνίζεις Γιώργη;
-Όχι.

Για τα επόμενα δώδεκα μέτρα άκουγες μονάχα τα βήματα τους. –Τα λέμε Γιώργη! –Γεια και σε εσένα!  Από ‘δω παν και άλλοι, βλαμένε, σκέφτηκε και ξαναβγήκε στον κεντρικό δρόμο. Μόλις έφτασε στο μπαρ, σάστισε για λίγο. Δεν ήθελε πάλι να μπει σε αυτό το σιχαμένο μέρος με τις ταπετσαρίες που θα φάνταζαν όμορφες μοναχά στα όνειρα ενός καντηλανάφτη. Η αλήθεια είναι ότι δεν το γούσταρε τώρα γιατί του θύμιζε την ξινή. Μπαίνοντας σκόνταψε στο πλατύσκαλο και περιμάζεψε τρία από τα μπουφάν που έστεκαν στην κρεμάστρα της εισόδου.
-Τι γίνεται Γιώργη;
-Καλά.
-Τι κάνεις;
-Βάλε μου ένα Ουίσκι.
-Που είναι το Μαράκι;
-Την σκότωσα χθες βράδυ. Λαγκαβούλιν. Δύο δάχτυλα.

Κάθισε σε ένα από τα σκαμπό που έστεκαν μπρος στην μπάρα. Παραδίπλα καθόταν ο μόνιμος θαμώνας του μαγαζιού. Καμιά φορά τον παρομοίαζε με συγκάτοικο του εκάστοτε μπουκαλιού που καταβρόχθιζε. Πρώην γονιός, σύζυγος και υπάλληλος του δήμου στο τμήμα κηπουρικής. Τα παράτησε όλα για να κάνει παρέα στην παράνοια του…
-Πες την Μαρία ότι θα μαζευτούμε με τα κορίτσια.
-Δεν θα παραλείψω. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι η τύπισσα στο μπαρ ήταν πιο αντιπαθητική και από την δικιά του.
-Βάλε μου άλλο ένα.
-Έγινε κάτι και πίνουμε σήμερα;
-Όχι.

Αφού καταβρόχθισε και το δεύτερο ποτό σηκώθηκε και φόρεσε πάλι το μπουφάν του και πήγε να φύγει.
-Γιώργη, τα ποτά; Να τα γράψω;
-Όχι. Θα περάσει η Μαρία να τα πληρώσει.
-Έγινεεεε. Γεια χαρά!

Περπάτησε αρκετά για να φτάσει στην γέφυρα. Ήταν πάντα το αγαπημένο μέρος του. Ζήτησε από έναν περαστικό ένα τσιγάρο και αφού το άναψε σκαρφάλωσε το κάγκελο και κάθισε επάνω του για να καπνίσει. Δυο-τρείς περαστικοί σάστισαν που τον είδαν εκεί πάνω, αλλά χεσμένο τον είχαν και αυτοί και το σύστημα προστασίας του πολίτη σε αυτήν την χώρα.

Δεν αξίζει...Θα είναι και κρύα τα νερά… Την τύχη μου μέσα απογευματιάτικα… Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω. Πέταξε το τσιγάρο στο ποτάμι αλλά δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί μέχρι που βράδιασε, χωρίς να σκέπτεται τίποτα απολύτως.

Αφού γύρισε το κλειδί στην πόρτα ακούστηκαν κάτι βήματα από μέσα. Πόσο γκαντέμης μπορεί να είμαι; σκέφτηκε και τράβηξε το κλειδί πίσω. Τα βήματα έγιναν πιο γρήγορα και πιο κοντινά, μέχρι που σταμάτησαν και άνοιξε η πόρτα. Πετάχτηκε επάνω του και τον πήρε αγκαλιά σαν παιδί που ξαναβρίσκει τους γονείς του. Κάπου ανάμεσα σε φιλιά και αναφιλητά την άκουγες να λέει: -Αγάπη μου συγνώμη που τόλμησα να φύγω- ή -Είμαι απαίσια το ξέρω αλλά συγχώρεσε με, σε λατρεύω- ή το αγαπημένο της –Μην με αφήσεις να φύγω πάλι και θα σου κάνω ότι θες…

Αφού την κοίταξε για λίγο στα μάτια κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει.  Την πήγε στο κρεβάτι και σηκώθηκε να αλλάξει. Το άρωμα δεν είχε αλλάξει στην ντουλάπα. Μονάχα που τώρα δεν έβλεπες ούτε στο παραμικρό την ξύλινη επένδυση της. Δεν έβαλε τίποτα τελικά, μόνο πήγε και ξάπλωσε γυμνός και αφού πηδήχτηκαν με εκείνο το πάθος της επανασύνδεσης, τον πήρε ο ύπνος… Το ξυπνητήρι τον έκανε να πεταχτεί. Ετοιμάστηκε και έφυγε για την δουλειά σαν να μην άλλαξε τίποτα…

Tuesday, December 18, 2012

The Smashing Pumpkins - Disarm...

"The reason I wrote Disarm was because, I didn't have the guts to kill my parents, so I thought I'd get back at them through song. And rather then have an angry, angry, angry violent song I'd thought I'd write something beautiful and make them realize what tender feelings I have in my heart, and make them feel really bad for treating me like shit. Disarm's hard to talk about because people will say to me 'I listen to that song and I can't figure out what it's about.' It's like about things that are beyond words. I think you can conjure up images and put together phrases, but it's a feeling beyond words and for me it has a lot to do with like a sense of loss. Being an adult and looking back and romanticizing a childhood that never happened or went by so quickly in a naive state that you miss it."
Billy Corgan



.
-

Τι νόημα έχει η ουτοπία;

-"Τι είναι η ουτοπία;" 

-"Κάτι που όταν το πλησιάζεις ένα βήμα απομακρύνεται δύο, όταν το πλησιάζεις δύο, απομακρύνεται τέσσερα.."

-"Και τότε, τι νόημα έχει;"

-"Σε κάνει να προχωράς.."
.
-