Friday, March 29, 2013

Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.


Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

Κ.Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933) 

Sunday, March 10, 2013

Χατζιδακιάς

Νικολάου Γκάτσου


Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
του Χατζιδάκι βάσανα θα πω στ' αρχοντικό σας.

Με του Μαγιού τις ευωδιές του φθινοπώρου τ' άνθη
γεννήθηκε μεγάλωσε και σπούδασε στην Ξάνθη.

Η μάνα του Πολίτισσα ο κύρης του απ' την Κρήτη
τον Καζαμία διάβαζε και τον Ονειροκρίτη.

Από μικρός τα γράμματα του φέρναν αηδία
τη μουσική αγάπησε μα όχι τα ωδεία.

Κι αντί να φύγει σ' άλλη γη να πάει σ' άλλα κράτη
την Αττική προτίμησε και τ' όμορφο Παγκράτι.

Κι αντί σαν όλα τα παιδιά να βγει κι αυτός στο πάρκο
τους οικοδόμους άκουγε που τραγουδούσαν Μάρκο.

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι ακούστε παρακάτω
πώς άλλοι βγαίνουν στον αφρό κι άλλοι κολλάν στον πάτο.

Με τα χειρόγραφα σωρό τις μελωδίες μάτσο
βρήκε έναν τύπο βλοσυρό που τονε λέγαν Γκάτσο.

Κάτσανε κάτω και μαζί πολλά τραγούδια γράψαν
που τα πουλιά σωπάσανε κι όλα τ' αηδόνια πάψαν.


Sunday, December 23, 2012

Story...2 (Cadbury) (18-01-2011)


Με αυτά τα καταραμένα τα σοκολατάκια της Cadbury άμα ξεκινήσεις δεν έχεις τελειωμό. Εξόν και άμα τελειώσει το κουτί. Σηκώθηκα να γεμίσω ένα ποτήρι νερό γιατί λιγώθηκα μέχρι να φάω και το τελευταίο από το κουτί. Κόντευε και μία το μεσημέρι και η ζέστη βαρούσε κατακούτελα. Ο ήχος της φωνής της σπιτονοικοκυράς να μιλάει για τον καύσωνα ακόμα βουίζει στα αυτιά μου:

-‘Θα κάνει καύσωνα αύριο. Το είπε και ο Σάκης στο ΕΡΤ τρία. Βλέπεις τον Σάκη;’ Είπε και ταυτόχρονα σούφρωνε τα πενηντάευρα που της είχα δώσει πριν από λίγο για το νοίκι. Την πρώτη φορά που την είδα να τα παίρνει και να τα βάζει με ευλάβεια πόρνης πολυτελείας ανάμεσα στα στήθια της, είχα σοκαριστεί. Αλλά πλέον δεν μου έκανε εντύπωση.

-‘Όχι δεν τον βλέπω. Συνήθως έχω μάθημα εκείνη την ώρα’. Πίστευα πως έτσι θα την γλίτωνα, αλλά έκανα μεγάλο λάθος…

 -‘Μα καλά, έχετε μαθήματα τέτοια ώρα;’  Με είχε στο χέρι. Δεν είχα ιδέα τι ώρα έβγαινε αυτός ο Σάκης. Και καθώς προσπαθούσα να σκεφτώ κάποιον τρόπο να τα μπαλώσω, κοιτούσα δεξιά και αριστερά, σαν να περίμενα κάτι μαγικό να συμβεί.

-‘Όχι πάντα. Μόνο κάποια έκτακτα!’

-‘Αχα…’ Δεν ήμουνα σίγουρος άμα αυτό που άκουσα βγήκε από το ρυτιδιασμένο ντεκολτέ της που όλο και περισσότερο μου αποκαλυπτόταν ή από την εξαιρετικά τοποθετημένη της οδοντοστοιχία… Άρχισε λοιπόν να μου κάνει αναπαράσταση το δελτίο καιρού της ΕΡΤ τρία. Έκανε μάλιστα και όλες τις απαραίτητες κινήσεις, οι οποίες ανάγκαζαν την ρόμπα όλο και περισσότερο να ανοίγει, και να μου αποκαλύπτει τις αρνητικές συνέπειες όλων εκείνων των φυσικών φαινομένων που μαθαίναμε στο σχολείο, όπως η βαρύτητα ή ο χρόνος.  

Το μαρτύριο σύντομα έλαβε τέλος και βάλθηκα να χειροκροτώ και να σφυρίζω, λες και είδα τον Νταλάρα να απαγγέλει Ρίτσο με τον Τζίμη Πανούση. Η γριά έλαμψε από χαρά και όπως έκανε να φύγει έγινε κάτι που μου προκάλεσε ένα ατελείωτο ρίγος από την κορφή ως τα νύχια. ΜΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΜΑΤΙ! Και είναι ακόμα πιο σοκαριστικό άμα αναλογιστείς ότι η γριά έχει την δυνατότητα να ανοίγει ή να κλίνει τα μάτια της από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο!

Ακόμα και τώρα, μία μέρα μετά το νιώθω. Προσπάθησα να ξεπεράσω αυτήν μου την τρομάρα με το ποτήρι του νερού που γέμιζα για τρίτη φορά μέσα σε 10 λεπτά. Η ζέστη ήταν αφόρητη και είχα απομένει μονάχα με το σώβρακο αλλά και πάλι έσταζα ιδρώτα από παντού. Πριν καλά-καλά τελειώσω το ποτήρι χτύπησε το κουδούνι. Πήγα είδα από το ματάκι και ήταν η γριά! Έτρεξα να ρίξω κάτι γρήγορα πάνω μου γιατί αν με έβλεπε έτσι την είχα βάψει. Άνοιξα την πόρτα και ξεκίνησε κατευθείαν να μου κλαίγεται:

-‘Στρατή, θέλω λίγη βοήθεια. Χάλασε ο υπολογιστής μου! Μπορείς λίγο να έρθεις να τον δεις;’
ΘΑ ΜΕ ΒΙΑΣΕΙ. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό. Πόσο φτηνή δικαιολογία; Ποιος υπολογιστής; Τι τον θέλει; Να παίζει πασιέντσα; Ή μήπως pro evolution;
   
-‘Εεεεε, να ξέρεται, εχ-‘

-‘Σε παρακαλώ! Εσένα δεν θα σου πάρει ούτε 10 λεπτά!’ ΠΟΣΟ;;; 10 ΛΕΠΤΑ; Αυτό ήταν… Μαμά να ξέρεις ότι σε αγαπώ πολύ. Και να δώσεις στον αδερφό εκείνη την ζακέτα που του αρέσει… Αυτή θα με ξεκάνει. Θα με ξεζουμίσει!

-‘Άααντε πάάάμε να το δούμε…’ είπα με τρεμάμενη φωνή.

-‘Έλα, πέρνα μπροστά…’ Το σκατό είχε φτάσει στην κάλτσα. Θυμήθηκα κατευθείαν την Μόνικα Μπελούτσι στο ‘Μη αναστρέψιμο’. Έτσι θα πάω και εγώ!

Μόλις μπήκαμε στο σπίτι της με οδήγησε σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο, πού είχε εκείνες τις βελουτέ κουρτίνες κλειστές και κάτι φώτα θαρρείς από φωτογραφείο κλεμμένα, για δίνουν φως. Ακριβώς δίπλα στο θρανιάκι του υπολογιστή ήταν το κρεβάτι της γριάς άψογα στρωμένο.  Ήταν ακριβώς σαν τα σκηνικό από παλιές ταινίες ακατάλληλου περιεχομένου! Φοβήθηκα μη γίνει όπως στις γερμανικές τσόντες της δεκαετίας του ογδόντα, που ο γαμιάς ήτανε πάντοτε κάποιος τεχνίτης ή κάνας φωτογράφος.

Το πρόβλημα ήταν αρκετά εύκολο, αλλά όντως η γριά δεν είχε ιδέα από υπολογιστές. Μονάχα που της είχε κάνει ο γιός μία ιστοσελίδα απ’ όπου πωλούσε μαρμελάδες. Άκυρος ο συναγερμός...

-‘Σε ευχαριστώ πολύ Στρατή μου.’ Και ήρθε και με πήρε αγκαλιά και μου έριξε και ένα σβουριχτό φιλί. Στο μάγουλο. Εκεί, λίγο τα χρειάστηκα, αλλά τέλος καλό όλα καλά.

Γύρισα στο δωμάτιο και άνοιξα κατευθείαν μια μπύρα… Άραξα στον καναπέ προσπαθώντας να αναπληρώσω τα χαμένα μου χρόνια από την τρομάρα. Κάτι πρέπει να κάνω με αυτήν την ζέστη, προτού τρελαθώ… 

Story...1 (23-11-2010)


Αφού τράβηξε την πόρτα πίσω του, κάθισε στην πλαστική καρέκλα που συνοδευόταν από το φτηνιάρικο ξύλινο έπιπλο του ΙΚΕΑ. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και αφού βρήκε ένα πεταμένο πακέτο με τσιγάρα το άνοιξε και πήρε ένα από μέσα. Είχε να καπνίσει τρία χρόνια αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη το άναψε. Λίγο ο καιρός, που ήταν εξαιρετικός για αυτήν την εποχή, λίγο και η γεύση που άφηνε η γόπα του από τα φτηνιάρικα τσιγάρα της πρώην (πλέον) αρραβωνιαστικιάς, του ανέβασαν προσωρινά την διάθεση. Άνοιξε το ντουλάπι και άρπαξε με το τρεμάμενο από τα νεύρα χέρι, το δισκάκι που άκουγε σαν τρελός από όταν ήτανε πιτσιρικάς μέχρι την στιγμή που το ‘απαγόρευσε’ η ξινή τύπισσα που μέχρι πριν λίγες ώρες έμενε εδώ, με την πρόφαση ότι ήταν ξεπερασμένο…

‘Πώς θα σου φαινότανε λοιπόν φιλαράκο αν απόψε το βράδυ βγαίναμε όλοι μαζί; Μια νυχτιάτικη βόλτα μέσ’ το κέντρο της πόλης στο ρυθμό που σκοτώνει όπως ξέρουν αυτοί;’  -Και δεν πάμε, απάντησε με σταθερή αλλά γεμάτη αμφιβολίες φωνή. Έσβησε το τσιγάρο που του είχε κάψει τα χίλια γιατί το ρουφούσε σαν δαιμονισμένος και μπήκε στο μπάνιο για να απαλλαχτεί από τη μυρωδιά της. –Την καριόλα… Αλλά δεν φταίει αυτή εγώ που την έκανα άνθρωπο… Μα όπου και να γύριζε το κεφάλι του, ότι και να έκανε είχε το δικό της, έντονο πάντα, χρώμα.

Στο βάθος άκουγε ακόμα την μουσική να παίζει και  όσο έψαχνε κάτι να βάλει, καθαρός πλέον, σιγοτραγουδούσε. Στην ντουλάπα είχε μείνει μόνο το άρωμα της απουσίας της, η ξύλινη επένδυση και τα δύο μοναδικά σακάκια που είχε στην κατοχή του. Πήρε το ένα το φόρεσε και πήγε πάλι στο δωμάτιο. ‘Δώσ' μου το παυσίπονό μου τώρα, γιατρέ μου το μωρό μου έχει φύγει, έχει φύγει δεν ξέρω τι να κάνω, πες μου τι πρέπει πε…’ , -χέσε μας ρε Σαλβαδόρ, βαλτός είσαι; είπε αφού έβγαλε από την πρίζα το στερεοφωνικό. Βρόντηξε την πόρτα και έφυγε για την πόλη.

Καθώς περπατούσε και σκεπτόταν, ενώ δεν θα έπρεπε καθ’ όσο λένε, διέκρινε με την άκρη του ματιού του τον πιο αντιπαθητικό άνθρωπο στον κόσμο. –Την τύχη μου μέσα απογευματιάτικα… σιγοψιθύρισε και έστριψε στο στενάκι. Αλλά μάταιος κόπος.
-Τι γίνεται Γιώργη;
-Καλά.
-Τι κάνεις;
-Περπατάω…
-Α! Δεν μου λες, τι θα γίνει με εκείνο το πενηντάρι που λέγαμε να μου δανείσεις;
-Έχεις τσιγάρο;
-Καπνίζεις Γιώργη;
-Όχι.

Για τα επόμενα δώδεκα μέτρα άκουγες μονάχα τα βήματα τους. –Τα λέμε Γιώργη! –Γεια και σε εσένα!  Από ‘δω παν και άλλοι, βλαμένε, σκέφτηκε και ξαναβγήκε στον κεντρικό δρόμο. Μόλις έφτασε στο μπαρ, σάστισε για λίγο. Δεν ήθελε πάλι να μπει σε αυτό το σιχαμένο μέρος με τις ταπετσαρίες που θα φάνταζαν όμορφες μοναχά στα όνειρα ενός καντηλανάφτη. Η αλήθεια είναι ότι δεν το γούσταρε τώρα γιατί του θύμιζε την ξινή. Μπαίνοντας σκόνταψε στο πλατύσκαλο και περιμάζεψε τρία από τα μπουφάν που έστεκαν στην κρεμάστρα της εισόδου.
-Τι γίνεται Γιώργη;
-Καλά.
-Τι κάνεις;
-Βάλε μου ένα Ουίσκι.
-Που είναι το Μαράκι;
-Την σκότωσα χθες βράδυ. Λαγκαβούλιν. Δύο δάχτυλα.

Κάθισε σε ένα από τα σκαμπό που έστεκαν μπρος στην μπάρα. Παραδίπλα καθόταν ο μόνιμος θαμώνας του μαγαζιού. Καμιά φορά τον παρομοίαζε με συγκάτοικο του εκάστοτε μπουκαλιού που καταβρόχθιζε. Πρώην γονιός, σύζυγος και υπάλληλος του δήμου στο τμήμα κηπουρικής. Τα παράτησε όλα για να κάνει παρέα στην παράνοια του…
-Πες την Μαρία ότι θα μαζευτούμε με τα κορίτσια.
-Δεν θα παραλείψω. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι η τύπισσα στο μπαρ ήταν πιο αντιπαθητική και από την δικιά του.
-Βάλε μου άλλο ένα.
-Έγινε κάτι και πίνουμε σήμερα;
-Όχι.

Αφού καταβρόχθισε και το δεύτερο ποτό σηκώθηκε και φόρεσε πάλι το μπουφάν του και πήγε να φύγει.
-Γιώργη, τα ποτά; Να τα γράψω;
-Όχι. Θα περάσει η Μαρία να τα πληρώσει.
-Έγινεεεε. Γεια χαρά!

Περπάτησε αρκετά για να φτάσει στην γέφυρα. Ήταν πάντα το αγαπημένο μέρος του. Ζήτησε από έναν περαστικό ένα τσιγάρο και αφού το άναψε σκαρφάλωσε το κάγκελο και κάθισε επάνω του για να καπνίσει. Δυο-τρείς περαστικοί σάστισαν που τον είδαν εκεί πάνω, αλλά χεσμένο τον είχαν και αυτοί και το σύστημα προστασίας του πολίτη σε αυτήν την χώρα.

Δεν αξίζει...Θα είναι και κρύα τα νερά… Την τύχη μου μέσα απογευματιάτικα… Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω. Πέταξε το τσιγάρο στο ποτάμι αλλά δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί μέχρι που βράδιασε, χωρίς να σκέπτεται τίποτα απολύτως.

Αφού γύρισε το κλειδί στην πόρτα ακούστηκαν κάτι βήματα από μέσα. Πόσο γκαντέμης μπορεί να είμαι; σκέφτηκε και τράβηξε το κλειδί πίσω. Τα βήματα έγιναν πιο γρήγορα και πιο κοντινά, μέχρι που σταμάτησαν και άνοιξε η πόρτα. Πετάχτηκε επάνω του και τον πήρε αγκαλιά σαν παιδί που ξαναβρίσκει τους γονείς του. Κάπου ανάμεσα σε φιλιά και αναφιλητά την άκουγες να λέει: -Αγάπη μου συγνώμη που τόλμησα να φύγω- ή -Είμαι απαίσια το ξέρω αλλά συγχώρεσε με, σε λατρεύω- ή το αγαπημένο της –Μην με αφήσεις να φύγω πάλι και θα σου κάνω ότι θες…

Αφού την κοίταξε για λίγο στα μάτια κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει.  Την πήγε στο κρεβάτι και σηκώθηκε να αλλάξει. Το άρωμα δεν είχε αλλάξει στην ντουλάπα. Μονάχα που τώρα δεν έβλεπες ούτε στο παραμικρό την ξύλινη επένδυση της. Δεν έβαλε τίποτα τελικά, μόνο πήγε και ξάπλωσε γυμνός και αφού πηδήχτηκαν με εκείνο το πάθος της επανασύνδεσης, τον πήρε ο ύπνος… Το ξυπνητήρι τον έκανε να πεταχτεί. Ετοιμάστηκε και έφυγε για την δουλειά σαν να μην άλλαξε τίποτα…

Tuesday, December 18, 2012

The Smashing Pumpkins - Disarm...

"The reason I wrote Disarm was because, I didn't have the guts to kill my parents, so I thought I'd get back at them through song. And rather then have an angry, angry, angry violent song I'd thought I'd write something beautiful and make them realize what tender feelings I have in my heart, and make them feel really bad for treating me like shit. Disarm's hard to talk about because people will say to me 'I listen to that song and I can't figure out what it's about.' It's like about things that are beyond words. I think you can conjure up images and put together phrases, but it's a feeling beyond words and for me it has a lot to do with like a sense of loss. Being an adult and looking back and romanticizing a childhood that never happened or went by so quickly in a naive state that you miss it."
Billy Corgan



.
-

Τι νόημα έχει η ουτοπία;

-"Τι είναι η ουτοπία;" 

-"Κάτι που όταν το πλησιάζεις ένα βήμα απομακρύνεται δύο, όταν το πλησιάζεις δύο, απομακρύνεται τέσσερα.."

-"Και τότε, τι νόημα έχει;"

-"Σε κάνει να προχωράς.."
.
-

Friday, November 25, 2011

Η διαπίστωση

Άνεργος ετών 27. Δεν ξέρω τι με λυπεί περισσότερο· που δεν μπορώ να ‘φτιάξω’ την ζωή μου; ή που δεν μπορώ να την χαρώ… Και οι δύο έννοιες καθόλα ψεύτικες και γεμάτες αυταπάτη, by default που λένε και οι επιστήμονες. Ας εξηγήσω όμως τι εννοώ.

Η έννοια της φράσης ‘Φτιάχνω την ζωή μου’. Για να μπορέσεις να φτιάξεις την ζωή σου πρέπει να σου ανήκει, έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν είμαι σίγουρος ότι δεν μου ανήκει. Αν μου ανήκει κάτι είναι η καθημερινότητα που ζω, το ‘τώρα’ όπως το έχουμε ορίσει. Άρα αυτό το πρόβλημα πρέπει άμεσα να το ξεπεράσω, γιατί μιλάμε ξεκάθαρα για μία αυταπάτη. Πρέπει να κοιτάω διαρκώς το σήμερα, το τώρα (κλισέ Νο1). Ακόμα και το καλύτερο βόλεμα να μου τύχει, στην καλύτερη να καταντήσω ένας μίζερος πλούσιος. Αν και πολύ πιο πιθανό βλέπω να μένω στο ‘χαρούμενος μικροαστός’, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα… Άσε που από όσο έχει δείξει η ιστορία της κρίσης που περνούμε, τα μακροπρόθεσμα πλάνα φορολογούνται μέσω λογαριασμών της Δ.Ε.Η. την σημερινή εποχή. Και μάλιστα φορολογούνται ακριβά και άκρως εκβιαστικά. Αλλά και αυτό οδηγεί σε άλλο θέμα της φράσης ‘Φτιάχνω την ζωή μου’. Αυτό της κτητικότητας. Κάπου είχα διαβάσει (βασικά το είχα δει σε κάποια ταινία, αλλά το ‘είχα διαβάσει’ είναι πολύ πιο ιντελεκτουέλ), κάπου είχα διαβάσει λοιπόν, ότι πρέπει ανά πάσα στιγμή της ζωής σου να είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις όλα (κλισέ Νο2).  Και αν ρεαλιστικά πρέπει να δεχτούμε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό για κάποιον που έχει ‘στρώσει’ την ζωή του, πρέπει σίγουρα να το επιβάλουμε στον εαυτό μας εμείς που ανήκουμε στην ηλικιακή κατηγορία 20 με 30.

Ανακεφαλαιώνω αυτό το πρώτο μέρος λοιπόν, λέγοντας ότι το θέμα της ‘βολεψιμότητας’ της ζωής είναι: i) ξεκάθαρα ουτοπικό, ii) εκτός εποχής 2007-2027, iii) δεν αρμόζει στην ηλικία μου και iv) είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια της κτητικότητας, που προσωπικά αντιπαθώ. Αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι από την φύση του κτητικός, ας δεχτούμε την παραβολή ότι είναι σαν ένας γλάρος. Στην αρχή πρέπει να πάρει φόρα αντλώντας γνώση από το παρελθόν του, από το περιβάλλον του και αξιοποιώντας στο έπακρο τα μέσα που του δίνονται. Έρχεται η ώρα λοιπόν να ανοίξει τα φτερά του όσο πιο δυνατά μπορεί (κλισέ Νο3). Να ψάξει, να γυρίσει, να πέσει, να ξανασηκωθεί (αυτός ο Κοέλιο είναι ικανός να σε κάνει να λατρέψεις ακόμα και το κλύσμα) και να πετάξει ακόμα πιο μακριά… Αλλά δεν σταματάν εκεί τα βάσανα του. Πρέπει πάντα να ακολουθεί τα ρεύματα της εποχής, αλλά προσοχή! Όχι να ορίζεται από αυτά. Τέλος, ανά πάσα στιγμή θα πρέπει να μπορεί να καταλάβει αν πετάει προς την σωστή κατεύθυνση…

Και κάπου εκεί έρχεται και η δεύτερη αυταπάτη. Όταν κάποιος φτάσει στα βαθιά γεράματα και αναρωτηθεί, ενώ πεθαίνει (έτσι, για να το κάνουμε πιο τραγικό), αν χάρηκε την ζωή του συμφώνα με τις δυνατότητες που είχε, τι νομίζετε ότι θα απαντήσει; Όχι;;; Δεν νομίζω… Είναι στην ανθρώπινη φύση ενός ατόμου, να πράττει όπως σκέφτεται και να σκέφτεται ανάλογα με τις πράξεις του. Άρα σε καμία περίπτωση δεν θα αρνηθεί (ή μετανοήσει) τις πράξεις του κατά την διάρκεια της ζωής του. Τουλάχιστον όχι το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Για τις υπόλοιπες έχουμε επινοήσει την συγνώμη και τις τύψεις. Φυσικά υπάρχει πάντα η εκάστοτε Θεότητα με την ανάλογη ‘εκκλησία’… Οπότε έχουμε καλύψει το κωλαράκι μας πάλι! Άρα το τι θα μας δώσει χαρά στην καθημερινότητα μας έχει να κάνει ξεκάθαρα με τις πράξεις μας. Αν θες να ταξιδέψεις, θα ταξιδέψεις. Αν θες να κάνεις καριέρα, θα κάνεις καριέρα (αργά ή γρήγορα). Αν θες να γίνεις μουσικός, θα γίνεις μουσικός. Ένας ασχημομούρης αμερικλάνος είχε πει ‘Δεν μπορείς να παίρνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά αν προσπαθήσεις καμιά φορά θα ανακαλύψεις ότι παίρνεις αυτό που χρειάζεσαι…

Εν τέλει, και στις δύο περιπτώσεις καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Είμαι αυτό που θέλω να είμαι, και το χαίρομαι όσο θέλω να το χαίρομαι. Λίγη ατυχία είναι πάντα μέσα στα πλάνα… Είναι τρομακτική διαπίστωση. Αυτό που πραγματικά με λυπεί τότε, είναι που δεν μετουσιώνουμε σε βιώματα τα όνειρα μας. Και αυτό γίνεται καθημερινά.  Ή μήπως όχι;;;
.
-