Sunday, December 23, 2012

Story...1 (23-11-2010)


Αφού τράβηξε την πόρτα πίσω του, κάθισε στην πλαστική καρέκλα που συνοδευόταν από το φτηνιάρικο ξύλινο έπιπλο του ΙΚΕΑ. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και αφού βρήκε ένα πεταμένο πακέτο με τσιγάρα το άνοιξε και πήρε ένα από μέσα. Είχε να καπνίσει τρία χρόνια αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη το άναψε. Λίγο ο καιρός, που ήταν εξαιρετικός για αυτήν την εποχή, λίγο και η γεύση που άφηνε η γόπα του από τα φτηνιάρικα τσιγάρα της πρώην (πλέον) αρραβωνιαστικιάς, του ανέβασαν προσωρινά την διάθεση. Άνοιξε το ντουλάπι και άρπαξε με το τρεμάμενο από τα νεύρα χέρι, το δισκάκι που άκουγε σαν τρελός από όταν ήτανε πιτσιρικάς μέχρι την στιγμή που το ‘απαγόρευσε’ η ξινή τύπισσα που μέχρι πριν λίγες ώρες έμενε εδώ, με την πρόφαση ότι ήταν ξεπερασμένο…

‘Πώς θα σου φαινότανε λοιπόν φιλαράκο αν απόψε το βράδυ βγαίναμε όλοι μαζί; Μια νυχτιάτικη βόλτα μέσ’ το κέντρο της πόλης στο ρυθμό που σκοτώνει όπως ξέρουν αυτοί;’  -Και δεν πάμε, απάντησε με σταθερή αλλά γεμάτη αμφιβολίες φωνή. Έσβησε το τσιγάρο που του είχε κάψει τα χίλια γιατί το ρουφούσε σαν δαιμονισμένος και μπήκε στο μπάνιο για να απαλλαχτεί από τη μυρωδιά της. –Την καριόλα… Αλλά δεν φταίει αυτή εγώ που την έκανα άνθρωπο… Μα όπου και να γύριζε το κεφάλι του, ότι και να έκανε είχε το δικό της, έντονο πάντα, χρώμα.

Στο βάθος άκουγε ακόμα την μουσική να παίζει και  όσο έψαχνε κάτι να βάλει, καθαρός πλέον, σιγοτραγουδούσε. Στην ντουλάπα είχε μείνει μόνο το άρωμα της απουσίας της, η ξύλινη επένδυση και τα δύο μοναδικά σακάκια που είχε στην κατοχή του. Πήρε το ένα το φόρεσε και πήγε πάλι στο δωμάτιο. ‘Δώσ' μου το παυσίπονό μου τώρα, γιατρέ μου το μωρό μου έχει φύγει, έχει φύγει δεν ξέρω τι να κάνω, πες μου τι πρέπει πε…’ , -χέσε μας ρε Σαλβαδόρ, βαλτός είσαι; είπε αφού έβγαλε από την πρίζα το στερεοφωνικό. Βρόντηξε την πόρτα και έφυγε για την πόλη.

Καθώς περπατούσε και σκεπτόταν, ενώ δεν θα έπρεπε καθ’ όσο λένε, διέκρινε με την άκρη του ματιού του τον πιο αντιπαθητικό άνθρωπο στον κόσμο. –Την τύχη μου μέσα απογευματιάτικα… σιγοψιθύρισε και έστριψε στο στενάκι. Αλλά μάταιος κόπος.
-Τι γίνεται Γιώργη;
-Καλά.
-Τι κάνεις;
-Περπατάω…
-Α! Δεν μου λες, τι θα γίνει με εκείνο το πενηντάρι που λέγαμε να μου δανείσεις;
-Έχεις τσιγάρο;
-Καπνίζεις Γιώργη;
-Όχι.

Για τα επόμενα δώδεκα μέτρα άκουγες μονάχα τα βήματα τους. –Τα λέμε Γιώργη! –Γεια και σε εσένα!  Από ‘δω παν και άλλοι, βλαμένε, σκέφτηκε και ξαναβγήκε στον κεντρικό δρόμο. Μόλις έφτασε στο μπαρ, σάστισε για λίγο. Δεν ήθελε πάλι να μπει σε αυτό το σιχαμένο μέρος με τις ταπετσαρίες που θα φάνταζαν όμορφες μοναχά στα όνειρα ενός καντηλανάφτη. Η αλήθεια είναι ότι δεν το γούσταρε τώρα γιατί του θύμιζε την ξινή. Μπαίνοντας σκόνταψε στο πλατύσκαλο και περιμάζεψε τρία από τα μπουφάν που έστεκαν στην κρεμάστρα της εισόδου.
-Τι γίνεται Γιώργη;
-Καλά.
-Τι κάνεις;
-Βάλε μου ένα Ουίσκι.
-Που είναι το Μαράκι;
-Την σκότωσα χθες βράδυ. Λαγκαβούλιν. Δύο δάχτυλα.

Κάθισε σε ένα από τα σκαμπό που έστεκαν μπρος στην μπάρα. Παραδίπλα καθόταν ο μόνιμος θαμώνας του μαγαζιού. Καμιά φορά τον παρομοίαζε με συγκάτοικο του εκάστοτε μπουκαλιού που καταβρόχθιζε. Πρώην γονιός, σύζυγος και υπάλληλος του δήμου στο τμήμα κηπουρικής. Τα παράτησε όλα για να κάνει παρέα στην παράνοια του…
-Πες την Μαρία ότι θα μαζευτούμε με τα κορίτσια.
-Δεν θα παραλείψω. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι η τύπισσα στο μπαρ ήταν πιο αντιπαθητική και από την δικιά του.
-Βάλε μου άλλο ένα.
-Έγινε κάτι και πίνουμε σήμερα;
-Όχι.

Αφού καταβρόχθισε και το δεύτερο ποτό σηκώθηκε και φόρεσε πάλι το μπουφάν του και πήγε να φύγει.
-Γιώργη, τα ποτά; Να τα γράψω;
-Όχι. Θα περάσει η Μαρία να τα πληρώσει.
-Έγινεεεε. Γεια χαρά!

Περπάτησε αρκετά για να φτάσει στην γέφυρα. Ήταν πάντα το αγαπημένο μέρος του. Ζήτησε από έναν περαστικό ένα τσιγάρο και αφού το άναψε σκαρφάλωσε το κάγκελο και κάθισε επάνω του για να καπνίσει. Δυο-τρείς περαστικοί σάστισαν που τον είδαν εκεί πάνω, αλλά χεσμένο τον είχαν και αυτοί και το σύστημα προστασίας του πολίτη σε αυτήν την χώρα.

Δεν αξίζει...Θα είναι και κρύα τα νερά… Την τύχη μου μέσα απογευματιάτικα… Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω. Πέταξε το τσιγάρο στο ποτάμι αλλά δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί μέχρι που βράδιασε, χωρίς να σκέπτεται τίποτα απολύτως.

Αφού γύρισε το κλειδί στην πόρτα ακούστηκαν κάτι βήματα από μέσα. Πόσο γκαντέμης μπορεί να είμαι; σκέφτηκε και τράβηξε το κλειδί πίσω. Τα βήματα έγιναν πιο γρήγορα και πιο κοντινά, μέχρι που σταμάτησαν και άνοιξε η πόρτα. Πετάχτηκε επάνω του και τον πήρε αγκαλιά σαν παιδί που ξαναβρίσκει τους γονείς του. Κάπου ανάμεσα σε φιλιά και αναφιλητά την άκουγες να λέει: -Αγάπη μου συγνώμη που τόλμησα να φύγω- ή -Είμαι απαίσια το ξέρω αλλά συγχώρεσε με, σε λατρεύω- ή το αγαπημένο της –Μην με αφήσεις να φύγω πάλι και θα σου κάνω ότι θες…

Αφού την κοίταξε για λίγο στα μάτια κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει.  Την πήγε στο κρεβάτι και σηκώθηκε να αλλάξει. Το άρωμα δεν είχε αλλάξει στην ντουλάπα. Μονάχα που τώρα δεν έβλεπες ούτε στο παραμικρό την ξύλινη επένδυση της. Δεν έβαλε τίποτα τελικά, μόνο πήγε και ξάπλωσε γυμνός και αφού πηδήχτηκαν με εκείνο το πάθος της επανασύνδεσης, τον πήρε ο ύπνος… Το ξυπνητήρι τον έκανε να πεταχτεί. Ετοιμάστηκε και έφυγε για την δουλειά σαν να μην άλλαξε τίποτα…

No comments: